Τρίτη 21 Απριλίου 2020

Αφιέρωμα στη Μαρία Πολυδούρη

Απρίλιος είναι ο μήνας που είναι αφιερωμένος στη Μαρία Πολυδούρη
Γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1902 και πέθανε στις 29 Απρίλη 1930.
Μέλη της ομάδας ανάγνωσης ποίησης του ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ 
μαζί με φίλους τους με κοινά ενδιαφέροντα, διαβάζουν Μαρία Πολυδούρη. 
Επικοινωνούν, συνεργάζονται , δημιουργούν, διατηρώντας την αισιοδοξία τους 
και κρατώντας ζωντανή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Ευχαριστούμε πολύ όλους τους συμμετέχοντες 
και κυρίως αυτούς που ήρθαν μαζί μας για πρώτη φορά:
Νίκο Καρούνη, Έλλη Τσαΐρη, Κων/νο Γαλάνη, 
Ράνια Παναγιωτίδου και Μαρία Αρβανίτη!!

Το βίντεο της ομάδας

H Mαρία Πολυδούρη, γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 στην Καλαμάτα και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που ευνοούσε την πνευματική της καλλιέργεια και την ανάπτυξη των δημιουργικών της δυνατοτήτων. Η μποέμικη ζωή της ήταν γεμάτη εντάσεις, φιλίες, έρωτες και συγκινήσεις. Η δραματικότητα του έρωτα ήταν το δυναμωτικό της έμπνευσής της. Ο πόνος του θανάτου ήταν το πέπλο που σκέπαζε τα ποιήματά της. Όπως η ίδια, έφηβη ακόμη, έλεγε στη μητέρα της: «για να γίνει το τραγούδι, οι ήρωες πρέπει να πεθάνουνε».
Ένα πλάσμα ανεξήγητο, αντιφατικό, μελαγχολικό και ταυτόχρονα επαναστατικό, αντισυμβατικό και γεμάτο ενθουσιασμό.

Ένα κορίτσι απρόβλεπτο που επικύρωνε τις επιλογές του με απεργίες πείνας κι ακατανόητο, ακόμη και για το ίδιο του το περιβάλλον.  
Ακολουθώντας τους αγαπημένους της Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Μαιτερλίγκ, αλλά και τους Έλληνες Ζαν Μωρεά και ασφαλώς τον Καρυωτάκη, η Πολυδούρη ασχολείται με τα δυο κύρια θέματα, τον έρωτα και τον θάνατο, με έντονες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις στην γραφή της.

Ο πιο τραγικός ίσως σταθμός στην πορεία της Πολυδούρη, η γνωριμία και ο έρωτας με τον Καρυωτάκη το 1922, δεν άλλαξε την προσωπικότητά της αλλά την αποκορύφωσε, όπως απογείωσε και την ποιητική και δημιουργική της έμπνευση. Έγινε το κλειδί που άνοιξε την πόρτα ώστε να πετάξουν ελεύθερα τα πιο βαθιά της συναισθήματα και να χορέψουν στον ρυθμό των τραγουδιών της. Αυτός ο έρωτας ήταν άλλωστε ο άξονας που σαν μαγνήτης τη δέσμευε να κινείται γύρω του για όλη της τη ζωή χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από την επιρροή του. 
Για τον Καρυωτάκη ,γράφει στο ημερολόγιό της . «Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σε βρω…»  
Η Μαρία Πολυδούρη έζησε σε μια εποχή που δεν χόρταινε να πλάθει καταραμένους ποιητές. Ποιητές που ασφυκτιούσαν μέσα στα πνιγηρά όρια μιας επιφυλακτικής και φοβισμένης κοινωνίας η οποία τους έκοβε τα φτερά και δεν τους επέτρεπε να ελευθερώσουν το πνεύμα και το μεγαλείο τους. Η απογοήτευση και η αγανάκτηση που συσσωρεύονταν μέσα τους φούντωναν την έμπνευση που κυρίευε την ψυχή τους και την αυτοκαταστροφή που κυρίευε το μυαλό τους. Νικητές ή νικημένοι, οι ποιητές εκείνης της εποχής σίγουρα δεν ήταν αδιάφοροι, ρηχοί, ούτε συμβιβασμένοι.
Τα ποιήματα της Πολυδούρη είναι ειλικρινή, προσωπικά, εξομολογητικά. Το χάρισμά της ήταν να αποκαλύπτει τη γυμνή αλήθεια της ψυχής της. Όμορφα, συναισθηματικά, ποιητικά. Μα και με ειλικρίνεια, ολότελα εγωιστική.
Ο ρομαντισμός της δεν ήταν επιπόλαιος, ούτε επιφανειακός. Ήταν ρομαντισμός με την έννοια του πηγαίου συναισθήματος που κάνει την ψυχή να σκιρτά και πλημμυρίζει ολόκληρη την υπόσταση του ανθρώπου, χωρίς να του αφήνει άλλη επιλογή από το να αφεθεί σε αυτό.
Αν και αρκετοί εντοπίζουν τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες στο έργο της, τα ποιήματα της είναι γεμάτα συναίσθημα, συγκίνηση αλλά και σαρκασμό. Γεμάτα όπως ήταν και η ζωή της.

 Η Πολυδούρη δεν νίκησε (όπως ούτε κανείς άλλος) τον θάνατο. Κατάφερε όμως με έναν δικό της, μάλλον οξύμωρο τρόπο να τον απαξιώσει και ως άνθρωπος και ως ποιήτρια. Τον απαξίωνε όταν στεκόταν ευθέως απέναντί του και τον υμνούσε στα ποιήματά της. Τον απαξίωνε τα βράδια που στα κρυφά το έσκαγε από το νοσοκομείο για να κολυμπήσει στη θάλασσα. Τον απαξίωσε κι όταν του στέρησε το μεγαλύτερο όπλο του, τον αιφνιδιασμό. Δεν του επέτρεψε να την πιάσει απροετοίμαστη, ούτε να την κάνει να υποφέρει.
Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930, ενώ νοσηλευόταν με πρωτοβουλία φίλων της στην κλινική Καραμάνη σε άσχημη κατάσταση λόγω της φυματίωσης που την είχε προσβάλει όταν ακόμη ζούσε στο Παρίσι, με τη βοήθεια ενός καλού της φίλου, πλατωνικά ερωτευμένου μαζί της, η οπιοειδής μορφίνη κύλησε στις φλέβες της. Φαρμάκωσε το αίμα της και το βασανισμένο από τη φυματίωση κορμί της.
Στο τελευταίο γράμμα της γράφει:
Τώρα, καθς γράφω τς τελευταες γραμμές, κυττ πίσω κα ντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: ζησα λεύθερη σο καμμι λλη γυναίκα τς ποχς μου, κανα πράγματα πο δν κανε καμμι λλη, κι᾿ γαπήθηκα σο λίγες. Καί, δν τ ξεχν, καθς τ βλέμμα μου σβηνε, κείνη τ μελαγχολικ αγούλα τ᾿ πρίλη, δνμουν πει μόνη. Νέοι πο μ᾿ γάπησαν ρθαν ν μ᾿ ποχαιρετήσουν κα φίλες γκαρδιακς στ προσκεφάλι μου να τελευταο τραγούδι ν μο χαρίσουν...

Η ΛιλήΖωγράφου έγραφε με σιγουριά πως οι άνδρες που πέρασαν από τη ζωή της Πολυδούρη μαγεύονταν από την ύπαρξή της. Τους ασκούσε μια έλξη ανεπανάληπτη, απόκοσμη που ήταν αρκετή για να ανασύρει τα πιο ισχυρά κι ανομολόγητα ένστικτα, τόσο από πλευράς όσων την αγαπούσαν και τη θαύμαζαν, αλλά όσο κι από εκείνους (άνδρες και γυναίκες) που λόγω φθόνου για την απελευθερωμένη από ψευδοσυντηρητισμούς προσωπικότητά της, την φοβούνταν.
Ο Άγγελος Σικελιανός γράφει:
 Από τα τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι’ ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι, εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό που λέγεται:
«Γιατί μ’ αγάπησες» και πούφτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονήσιου τραγουδιού μέσα στη νύχτα που ολοένα υψώνονταν κυρίαρχη γύρωθε κι’ απάνωθέ της μ’ όλα της τα σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα. Δεν σκέφθηκα να το πλησιάσω με μια μάταιη  κριτική, Άφησα τη θύμησή μου να ζεστάνει τόσο, που να μου τη ξαναφέρει ομπρός μου στη θερμοκρασία της ίδιας της της παρουσίας. Τίποτ’ άλλο.
Και να της θυμίσω, επάνω από τον τάφο της, πως δεν τη λησμονώ ποτέ και πως θα στέκω πάντα παραστάτης σιωπηλός στη σκιά της, όπως κάποτε που μου παραπονέθη που είχ’ αργήσει να την ιδώ, και που της έγραφα την άλλη μέρα τους ασήμαντους μου στίχους, που δείχνουνε όχι μονάχα για τότε μόνο, μα και τώρα (έπειτα από τόσα χρόνια) πως την εσίμωνα με την ίδια πάντα ευλάβεια και πως στο σεμνό μνημόσυνο που της αξίζει απ’ όλους μας και που επιβάλλεται μια μέρα όλοι να της κάμουμε, προκαταβολικά, κι’ όσο δεν έχω να προσφέρω για την ώρα τίποτε καλύτερο στη μνήμη της, ανάβω πάλι το μισοκαμμένο αυτό, που κάποτε της πρόσφερα, φτωχότατο κερί. (εννοούσε το ποίημα που της αφιέρωσε).


Μόνο γιατί μ' γάπησες
Διαβάζει ο Νίκος Καρούνης

 Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
 
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου

μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν

με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρνα με καμάρωσες

και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε

γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,

γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου

μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.

 τρίλιες πού σβήνουν, 1928)


Στο δρόμο
Διαβάζει η Βούλα Σοφού

Στο δρόμο που με πήρε μοναχή
δεν ξέρω πως, αλήθεια,
βρήκα μια νέα μέσα μου ψυχή
κι' όνειρα βρήκα πλήθια.

Μεσ' στο μισό το φως, ήταν γλυκό
νέο φύτρο στην ελπίδα
να τη θωρώ σα μάγο μυστικό
και σα ζωοδότρα αχτίδα.

Ήταν γλυκό πως άνθιζε η καρδιά
μέσα στο νέο κορμί μου.
Ανοίγανε τα μάτια στα κλαδιά,
τραγούδαγεν η ορμή μου.

Ο νους μου οραματιζόταν. Τρελλά
φτερά τα δυο μου χέρια
και να η Αγάπη μούγνεψε δειλά,
μούστειλε περιστέρια.

Και να η Αγάπη μ' ένα αστραφτερό
δρεπάνι με σιμώνει
κι' αφού μας θέρισε ό,τι δροσερό
μ' άφησε πάλι μόνη.


 «Κοντά σου»
Διαβάζει η Έλλη Τσαΐρη
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.


Το Δάσος
Διαβάζει ο Κώστας Γαλάνης

Το Δάσος, κοίτα, απόγυρε
στης Νύχτας την αγκάλη.
Μύρο αποπνέει μεθυστικό,
στενάζει με το αηδόνι.
Το φεγγαράκι πάνω του
περίεργο προβάλλει
και στον καθρέφτη του ρυακιού
τα μάγια του ξαπλώνει.

  
Καλέ μου η Άνοιξη έφτασε - 2002            
Διαβάζει η Σοφία Δημητρίου

Καλέ μου, η Άνοιξη έφτασε. Τα βράδια με πλανά
πως παίζει στο παράθυρο τν φωτεινή της σάρπα.
Μα τα μεσάνυχτα γροικώ που φευγαλέα περνά
το θλιβερό τραγούδι σου στη νυμφική τους άρπα.

Καλέ μου, όλα γυρεύουνε γλυκά να με κοιμίσουν
και να μου πουν πς σβησες για πάντα από τη γη.
Μα όλα, χωρίς να θέλουνε, σένα θα μου θυμίζουν
κι ανίδεα θα μου κάνουνε τη νοσταλγία πληγή.

Καλέ μου, πς πόσβησε παντοτιν ματιά σου
π τν λιο πο λλοτε μ᾿ γάπη μοχες δείξει;
Πς γινε τσι, ν βρεθ τόσο πολ μακριά σου
κι᾿ λιος σου χθρς ν μο γεν, σκοτάδι ν μ πνίξη;

Πρν π σένα πέθαναν σα μοχες ταμένα
κ᾿ στερα χάθηκες κα σ μαζί τους, τ πι ραο.
νας κυκλώνας γύρω μου τ πάντα χει θαμμένα
κα μ᾿ χει φήσει ζωνταν μόνον γι ν σ κλαίω.    

Στη φίλη μου
Διαβάζει η Ελένη Μπάστα

Όλα τα άνθη τ' αγαπώ
μεθώ στο άρωμά των
το βλέμμα να βυθίζεται
ποθώ στα χρώματά των.

Υπάρχει όμως εν λεπτόν
πολύ ευώδες άνθος
που δεν μαραίνεται ποτέ
και τ' αγαπώ με πάθος.

Αυτό δεν θάλλει στους αγρούς
στους κήπους δεν υπάρχει
και τα αβρά του πέταλα
ο ήλιος δεν θάλπει.
Έδαφος έχει δι' αυτό η τρυφερή καρδία
με θέρμην απαράμιλλον και λέγεται Φιλία!

Ο Πόθος της Ζωής
Διαβάζει η Ράνια Παναγιωτίδου

Ενε πόθος μου τέτιος, γέρα
σ
ν τν γριο θυμό σου
πο
στς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Ε
νε νήμερος, γρια φοβέρα,
πλούσιοι ο
τόποι βαθιά μου
κα
σ χάρος σκληρς τος θερίζει.
Κάθε λπίδα, κάθε νειρο νέο
τ
χαϊδεύει σν αρα
ζωοδότρα στ
αριν φύτρα.
Κι
᾿ ν αξάνη κα γίνεται ραο,
ε
νε γόνιμη ρμή του
πο
θ γίν σκληρ καταλύτρα.

Τα χέρια σου
Διαβάζει η Βασιλική Καλύβα

κούω τ γλώσσα πο λαλον τ δυό σου χέρια- χέρια!
καθς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στν Πύργο τς πελπισις κρυμμένα περιστέρια
π μακρι τ ξαγναντ, σύμβολα ερηνικά.

Μιλονε, δ μιλον; χε βαθι μέσ᾿ στν καρδιά μου
χαιρέτισμα νς ρόδου στος γκρεμούς.
Λάμπουν, δ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τ ματιά μου,
νατολ το αγερινο στος σκοτεινος χαμούς.

Ξανοίγω τν γνώριστην γάπη μου κλεισμένη
στ κρίνο τν μπλεγμένων σου χεριν
κα πλέκω τνειρο γλυκό. Μ μ κοιτς, πληθαίνει
στ σκοτεινι τ χρυσ φς τν πλάνων στεριν.

Όνειρο
Διαβάζει η Βασιλική Καλύβα

Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα ‘σφιγγα πονούσα.
Να περάσεις καρτερούσα
στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρυ.
Μεσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κ
᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα ‘χα φέρει μόνη.

Όχι με πλοίο.......
Διαβάζει η Μαρία Αρβανίτη

χι μ πλοο, καράβι θέλω
μέσ᾿ στ βαθύ σου κόλπο ν πετάξω,
στ λιμανάκι σου συχα ν᾿ ράξω,
φιλήματα πολλ ρα ν σο στέλλω,

μικρούλα πόλη, λευκ χαρά μου.
Κι᾿ πόταν καρδιά μου πι λαφρώση,
αρα σου τ πανιά μου ν φτερώση,
τ σκλαβωμένα δύναμα φτερά μου.

ν φύγω πάλι χωρς μπόδιο.
Νμαι λαφρι στν ναλογισμό σου
κι᾿ λα μαζί, μαζ κι᾿ χωρισμός σου
γλυκύτατο ν μο ενε κατευόδιο.

Το βράδυ
Διαβάζει ο Θοδωρής Ορεινός

Καλώς το που ήρθε το άφωτο βραδάκι
έτσι απαλό σαν χάδι να μ’ αγγίξει
και τη σκέψη μου αγάλια να τραβήξει
στο σκοτεινό στ’ ατέλειωτο δρομάκι

Εκεί που όλες οι χαρές μου καρτερούνε
το πέρασμά μου εκείθε σιωπηλές
ωραίες ελκυστικές κι άπιαστες λες
του ονείρου τα χρυσά φτερά φορούνε

Καλώς το που ήρθε σαν την καλοσύνη
το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήσει
και την ψυχή μου ελεύθερη ν’ αφήσει
να απλωθεί πέρα ως πέρα στη γαλήνη

Το ποίημα «Βαριά καρδιά» το έγραψε η Μαρία Πολυδούρη για τον νεαρό, τότε, Γιάννη Ρίτσο, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους, προσβεβλημένοι και οι δύο από φυματίωση,  στην τρίτη θέση των απόρων του νοσοκομείου Σωτηρία, το 1928.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε στις 21 Ιουλίου του 1926.
Ακούγεται ένας αυτοσχεδιασμός στο πιάνο από τον Γιάννη Ρίτσο.
Για τη δημιουργία του βίντεο χρησιμοποιήθηκαν ντοκουμέντα από το αρχείο Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη.

ΒΑΡΙΑ ΚΑΡΔΙΑ

Πώς με κοιτάς έτσι γλυκά, νέο μου ανθάκι χαρωπό!
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω την καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κ' ευτυχισμένο να `σαι.

Πώς με κοιτάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νιο και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σαν κάτι να προσμένω...
Αλί! έχω βάρος στη καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλλόγιστο να `σαι κι ευτυχισμένο.

Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και την καρδιά μου στη γλυκιά σου μυρωδιά να λούσω.
Με καίει ο πόθος σκύβοντας πάνω σου σαν βεργούλα
του φτάχτη, τον τρελό παλμό της νιας σου ζωής ν’ ακούσω.

Τολμώ τ’ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν’ απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν’ αγγίσω
μα κάτι, σαν να μη μπορώ κει που `σαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν... πίσω...



Πηγές:
“Άγγελος Σικελιανός – Αθηναϊκό Ημερολόγιον”, Μαρία Πολυδούρη, Ζωή με παραφορά. Εκδόσεις «Μονόκερως»
fotodendro.blogspot.com
ataramenis-poiitrias-tis-elladas-eikones-vinteo


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου