Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Η ομάδα ανάγνωσης ποίησης του ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ διαβάζει Θωμά Γκόρπα


Η Φλώρα Ορφανουδάκη είπε για τη δράση:

«Ο καθείς και τα όπλα του», Οδυσσέας Ελύτης


Μέσα σ’ αυτούς τους πρωτόγνωρα δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς η Ομάδα Ανάγνωσης Ποίησης αποφάσισε να αντιδράσει χρησιμοποιώντας την αγάπη της για την ποίηση. 
Όχι μόνο δεν θα αναστείλουμε τη δράση της ομάδας μας, αλλά, αντίθετα, θα την επεκτείνουμε, αγκαλιάζοντας όλους όσοι μοιράζονται την ίδια αγάπη μ’ εμάς. 
Θα ανασύρουμε λοιπόν λησμονημένους ποιητές και θα σας παρουσιάζουμε ζωντανά μέσω βιντεοσκόπησης –η τεχνολογία είναι, όπως πάντα, πολύτιμη σύμμαχός μας– κάποια εργοβιογραφικά στοιχεία και μερικά επιλεγμένα ποιήματα. 
Ένας ποιητής ή ποιήτρια την εβδομάδα. 
Μόνο έτσι θα πολεμήσουμε με επιτυχία τις δυσμενείς συνέπειες του αναγκαίου και οδυνηρού εγκλεισμού στα σπίτια μας: διατηρώντας την αισιοδοξία μας και τη δημιουργικότητά μας, κρατώντας τις δυνάμεις μας ζωντανές και το φρόνημα υψηλό. 
Έτσι θα δώσουμε νόημα και χρώμα στη ζωή μας, ελπίζουμε και στη δική σας.  





Θωμάς Γκόρπας

Θωμάς Γκόρπας (20 Οκτωβρίου 1935 - 1 Απριλίου 2003) ήταν Έλληνας ποιητής και δημοσιογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής στο περιοδικό Ο Λογοτέχνης, τον Ιανουάριο του ‘57, με το ποίημα «Αθήνα 1956, οδός Αθηνάς». 
Ο Θωμάς Γκόρπας με τη ζωή και το έργο του αμφισβήτησε θεσμούς, δογματισμούς κάθε μορφή κατεστημένης εξουσίας, ακόμα και τον θάνατο. Έφυγε Πρωταπριλιά του 2003, παίζοντας μαζί, περιγελώντας την δύναμη της επάρατης νόσου που τον ταλαιπωρούσε. Είχε γεννηθεί στο Μεσολόγγι το 1935. Το 1954 εισάγεται στη Πάντειο, χωρίς όμως τελικά να πάρει το πτυχίο του. Συνέχισε να ζει στην Αθήνα κάνοντας διάφορα επαγγέλματα: εργάτης, λογιστής, παλαιοβιβλιοπώλης, επιμελητής εκδόσεων και σταδιακά πέρασε στη δημοσιογραφία. Συχνάζει στο πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας στη Στοά Μαυρίδη, στο Πατάρι του Λουμίδη και στο Βυζάντιο που θα αποτελέσουν και το ντεκόρ πολλών πεζών και ποιημάτων του.
Ο Θωμάς Γκόρπας είναι ένας Μεσολογγίτης που ήρθε στην Αθήνα κατευθείαν από «τα λαϊκά τραγούδια τ’ ανεξήγητα τα μαγικά / τα ρουμελιώτικα σκοτεινιασμένα μοιρολόγια» και τα μαϊστράλια της πατρίδας του. Κι από τα πρώτα του κιόλας γραπτά επιβλήθηκε με τον αβίαστο, πολύ προσωπικό, ευδιάκριτο λόγο του. Έζησε την πόλη ψυχή τε και σώματι (βιοπορισμός, λογοτεχνικές συντροφιές, κέντρο και περιθώριο, λαϊκά στέκια) κι έγινε ποιητής της. Με τη χαρακτηριστική ειρωνική, σκληρή και τρυφερή μαζί ματιά του εξέφρασε τις προσωπικές και τις κοινωνικές αγωνίες της εποχής του. Διαμόρφωσε μια ποίηση στιβαρή, έγινε μια φωνή με διαχρονική αξία, κλασική. Γιατί «πολλοί τραγουδάνε / λίγοι έχουνε φωνή».


Ο Θωμάς Γκόρπας, πνεύμα ανήσυχο, ανήμερο κι αντισυμβατικό, ενδιαφέρθηκε και για πολλά άλλα θέματα, που ενέπνευσαν και τροφοδότησαν την ποίησή του. Ορισμένα απ’ αυτά έγιναν βιβλία: Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, Το πανηγύρι τ’ ΑηΣυμιού, Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν, Στέρης, το τραγικό παραμύθι της ζωής και του έργου ενός πρωτοπόρου. Στο Αρχείο του όμως υπάρχουν αληθινοί θησαυροί, που σιγά σιγά θα βγουν κι αυτοί στο φως: ποιήματα, ποιητικές πρόζες, διηγήματα, ταξιδιωτικά, ημερολόγια, μελέτες (για την Αθήνα, τα φιλολογικά στέκια, τη λογοτεχνία, τον Καραγκιόζη, το λαϊκό τραγούδι, κ.ά.).
Διόλου δεν μου φαίνεται τυχαίο το ότι ο Θωμάς προλόγισε τον Μπουκόφσκι, το ότι επέλεξε να κοσμήσει τα ποιητικά του άπαντα με παλιές φωτογραφίες της Αθήνας, με ένα στιγμιότυπο, λίαν μπητνίκικο, από το Καφενείο «Το Νέον», της Ομόνοιας, με ένα πορτρέτο νυχτερινό του Μπαρ «Aurevoir», από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.
Κι ακόμα, διόλου τυχαία δεν πρέπει να ήταν η αμέριμνη περιβολή του Γκόρπα, τα άνετα, φαρδιά, σχεδόν χαχόλικα ρούχα που σ’ αφήνουν να κινηθείς, να σκεφτείς, να μιλήσεις, να χειρονομήσεις ελεύθερα, χωρίς μέριμνες για το μανικετόκουμπο, δίχως έγνοιες για την κομβιοδόχη, μήτε αγωνίες μάταιες για την τσάκιση.
Ναι, μπητνίκος ήταν ο Θωμάς, το βλέπεις και στην ποίησή του πεντακάθαρα αυτό, στους ασθμαίνοντες λαχανιαστούς παλλόμενους στίχους που βραχνιάζουν προσευχόμενοι στο κενό των ημερών, που θέλουν να τραγουδήσουν αυτό που χάθηκε, που θέλουν να βαστάξουν λίγο ακόμη, να μην σιγήσουν, να πούνε κι άλλα, την γνήσια κι αυθεντική στιγμή ωραία να υμνήσουν.Και ήταν ανυποχώρητος αντιεξουσιαστής. ήταν εξαιρετικά τρυφερός έως σπαρακτικός.
Απλώς είχε την δική του ποιητική μέθοδο απόκρυψης που την χρησιμοποιούσε σαν βάλσαμο κατά των δακρύων:
Έχω μαζέψει κουρέλια απ’ τα ντρίλια του πατέρα μου λουλούδια της θάλασσας μεσολογγίτικα χαμομήλια…»
Ο Θωμάς Γκόρπας ήταν πάνω απ’ όλα ένας σπουδαίος ποιητής κι ένας σπάνιος διανοούμενος. Ο κόσμος του δεν υπάρχει πια. Όχι γιατί άλλαξαν οι εποχές, αλλά γιατί δεν υπάρχει ο ίδιος, που ήταν ένας κόσμος ολόκληρος.  Πληθωρικός, παράφορος, σκληρός και τρυφερός μαζί.
Αυτά που ζούμε σήμερα, τα είχε προβλέψει. Είχε τη διορατικότητα να βλέπει τις αλλαγές που έρχονταν. Μυριζόταν την ατμόσφαιρα χρόνια πριν από τη βροχή, έβλεπε τις συμπεριφορές, τις νοοτροπίες, την ψεύτικη ευμάρεια, τις φούσκες και το κενό όπου κολυμπούσαν, ανυποψίαστοι ή συνένοχοι, οι πολλοί.
Τι άλλο είναι ο ποιητής;
Ο Θωμάς Γκόρπας έκανε θυελλωδώς ό,τι πρόλαβε να κάνει. Ένας πληθωρικός άνθρωπος και στοχαστής. Ένας επίμονος και δύσκολος άνθρωπος, μαχητικός μέχρι παρεξηγήσεως όταν υπερασπιζόταν τις εμμονές του, που οι περισσότερες αποδεικνύονταν βασιμότατες, για πρόσωπα και πράγματα. Πολυσχιδής προσωπικότητα. Άπιαστο πουλί. Γερή μνήμη και κρίση. Γιατί οι αμνήμονες είναι νεκροί.
«Είμαι 500 ετών Μεσολογγίτης», έλεγε σ’ ένα γνωστό αυτοβιογραφικό του. Ήξερε ότι έρχεται από μακριά και προσπαθούσε να πάει μακρύτερα.
Ήταν λάτρης της ζωής – ακριβώς επειδή είχε βαθιά αίσθηση της ματαιότητας. Γι’ αυτό και ο κυνισμός του, πολύ συχνά, αλλά κι ο αυτοσαρκασμός. Έλεγε: «Μη νομίζεις ότι είμαστε τίποτα σπουδαίο. Απλώς οι άλλοι είναι χάλια».
Αυτά για το  Θωμά Γκόρπα, που ήταν ένας σκληρά, και όχι γλυκερά, λυρικός φιλόσοφος και ποιητής, κι ένα υπόδειγμα δημιουργικής πολυπραγμοσύνης.


ΠΩΣ ΜΑΣ ΚΕΡΔΙΣΕ ΜΙΑ ΚΟΠΕΛΑ,
από τη συλλογή ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ
Διαβάζει ο Θοδωρής Ορεινός

Ήρθε μια κοπέλα στο γραφείο μας το πρωί
χωρίς μπογιές στο πρόσωπο
χωρίς κακόν άνεμο στα μάτια.
Μας έφεγγε χαμόγελο αληθινής καλημέρας.
Ο προϊστάμενος της έδειξε την εξουσία του.
Η συνάδελφος την ομορφιά της που δεν είχε.
Ο συνάδελφος μια ηλιθιότητα που της συννέφιασε το πρόσωπο.
Κ’ η μουχλιασμένη κάμαρα
μια στενοχώρια που της κέρδισε την καρδιά.
Όμως ήταν κοπέλα που δεν ξέρει την εξουσία
που ξέρει να κυβερνάει την ομορφιά της
που συμμερίζεται την προστυχιά
μα προπαντός
ήταν κοπέλα που έμαθε με πολύ κόπο
να ξανακερδίζει την καρδιά της.
Ήταν απλώς μια εργαζόμενη κοπέλα
κ’ έσερνε πίσω της το μέλλον δύσκολο μα βέβαιο.


ΒΡΟΧΗ ΕΙΚΟΝΩΝ- Στο Ζακ Πρεβέρ
Διαβάζει η Φλώρα Ορφανουδάκη

Μου φεύγουν οι λέξεις σαν πρωινά πουλιά ξαναγυρίζουν το βράδυ
Κατεβαίνουν την πλαγιά αρνιά το βέλασμά τους γίνεται χάδι για
Την καρδιά. Πουλιόνται φτερά στην αγορά μα εγώ μαραζώνω δεν
Έχω λεφτά ούτε για τα τσιγάρα μου που λέμε ούτε ψεύτικα κατοχικά
Που τα έδιναν τότε στα παιδιά να παίζουν για να μην κλαίνε.
Παλιώνουν οι φίλοι παλιώνουν οι καημοί της μάνας μου τα μαγαζιά
Όλα παλιώνουν σ’ αυτόν τον ψεύτη ντουνιά εξόν απ’ τα τραγούδια και
Μερικές γυναίκες γυμνές μέσα τους.
Πέταλα καρδιές πουλιών ούζα και πρώτα φώτα με το σούρουπο 
τα τελευταία
Λόγια στην αγάπη το μαχαίρι τα γιαχαρά και η μαχαιριά.
Ένα χαμάλης κάνει το τελευταίο του θέλημα εσύ χτυπάς το στήθος σου 
και εγώ
Καπνίζω…
Αναπόληση
Θα καταργήσω τον ουρανό, θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κι εσύ να περνάς απ’ έξω.
(Πανόραμα, 1975)


ΠΟΙΟΙ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΝΕ;
Διαβάζει η Σοφία Δημητρίου

Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.
Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά μπύρες ουίσκια
άγρια εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κι ευχάριστα.

Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πως θέλετε να το δείτε ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επιχειρήσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου
αδυνατώ να πιστέψω πως αγάπησε έστω κι ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…

Σου λέω:
Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…
να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω:
Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω
ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω!…


Ανάμνηση
Διαβάζει η Ελένη Μπάστα

Στην πατρίδα
εσύ ξεκίναγες τη μέρα, εσύ ξεκίναγες τη νύχτα,
εσύ ξεκίναγες τ' όνειρο σε ταξίδι χωρίς επιστροφή.
Τώρα χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που πίνει το αίμα μου
γιατί είναι μόνο κόκκαλα και θέλει να περπατήσει.
Τώρα χαθήκαμε μες στη μεγάλη πολιτεία που μου σπάει τα βήματα
για να με δοκιμάσει.
Πολύ απλό που χάθηκες, αγάπη μου,
όπως χάθηκαν τόσα καλοκαίρια
με τους καημούς και με τα σχέδια πεθαμένα
στα δύο μου χέρια.
Ήσουν το χέρι που άγγιζε την καρδιά μου δημιουργώντας φως,
πίκρα και μένα, χαμηλή μουσική.
Ήσουν γιασεμί μεθυσμένο μες στο φεγγάρι,
ήσουν το φεγγάρι ξαπλωμένο σε σκοτεινό σοκάκι,
ήσουν σκοτεινό σοκάκι, σφαγμένο μες στην καρδιά μου.
Κι εγώ πουλί να κελαηδεί καθισμένο
στο αριστερό σου στήθος.
Μα τώρα χαθήκαμε ο ένας για τον άλλο, αγάπη μου,
σάμπως ο ένας απ τους δυο μας νάναι πεθαμένος.
1957

Το αλβανικό,
Διαβάζει η Βούλα Σοφού
Λένε κάποια τραγούδια και ιστορικά βιβλία
πως ο στρατός μας θαυματούργησε στην Αλβανία.
Αλλ’ ο πατέρας μου κανένα θαύμα δε θυμόταν
κι όταν τον ρώταγα τον πόλεμο τον καταριόταν.
– Ποιοι ήταν πατέρα οι νικηταί και ποιοι οι ηττημένοι;
– Στον πόλεμο, παιδί μου, υπάρχουν μόνο σκοτωμένοι…
Τα κρυοπαγήματα και τα κουρέλια του θυμόταν.
– Και τα ανδραγαθήματα; Ρωτούσα. Αποκρινόταν:
– Μπορεί οι νεκροί που τάφηκαν μέσα στο χιόνι
που πολεμήσαν μοναχοί και που πεθάναν μόνοι…
– Κ’ η Παναγία που σας προστάτευε πού ήτανε πατέρα
δεν ήταν δίπλα σας όταν φωνάζατε αέρα;
– Ίσως την έβλεπαν οι στρατηγοί την Παναγία
όταν μας ψάχνανε στους χάρτες μέσα στα γραφεία…

Μόνο οι γυναίκες
Διαβάζει η Βασιλική Καλύβα
Από του Βάρναλη τις μέρες
ώς τα μερόνυχτα του Γκόρπα
πολλά αλλάξανε
της γης οι κολασμένοι δεν βρυχώνται,
η καβαλίνα κι η ροδακινιά εξοστρακίσθηκαν
και το κρασί δεν είναι άρωμα και πτήσις και αφρός
μόνο οι γυναίκες,
α, οι γυναίκες, δύστυχε Θωμά,
όσο περνούν τα χρόνια γίνονται πιο όμορφες
και πιο φασίστρες
και πράμα φυσικό

μάς βασανίζουν περισσότερο.

Δεν είμαι ο Θωμάς
Διαβάζει η Βούλα Σοφού

Δεν είμαι ο Θωμάς που λέτε ότι ξέρετε,
δεν είμαι ο Ποιητής που λέτε ότι θαυμάζετε,
δεν είμαι καταπληκτικός δεν είμαι ανεπανάληπτος,
ούτε θηρίο της ερήμου ούτε σκύλος που δαγκώνει…
Μέσα μου ένα άνθος απολέμητης μοναξιάς
και τα πικρά φύλλα της καρδιάς γεμάτα
δροσερές πηγές λυγμών.
Σώζομαι, αν σώζομαι τελικά, χάρη σε κάποιες τέχνες
ταπεινές που ξέρω: του τσιγάρου, του ξενυχτιού
της νοσταλγίας και της αθανασίας τόσων
ωραίων πραγμάτων που περνάνε απαρατήρητα…
Ψάχνω για νέες αγάπες πυρετωδώς και όταν δεν
τις βρίσκω τις φαντάζομαι ώσπου να τις βρω!..
Γράφω πού και πού ποιήματα μερικά απ’ τα πολλά
που ονειρεύομαι και βάζω μέσα σ’ αυτά δικά μου και
δικά σας όνειρα για τα οποία εσείς και ντρέπεστε
και υποφέρετε και σιγά-σιγά πεθαίνετε!
Αθήνα 28 Οκτ 1966 - Αίγινα Απρ 1990



ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΓΚΟΡΠΑ
Ø Θωμάς Γκόρμπας: «Όπως τα είπε ο μόνιμος επιλοχίας» ή μια νύχτα στα Κουνέλια στο Χαϊδάρι,
Εδώ το άρθρο , επιμέλεια κειμένου Κώστα Φωτεινάκη

ΠΟΙΗΣΗ
Ø Σπασμένος καιρός, εκδ. Μινώταυρος, Αθήνα 1957.
Ø Παλιές ειδήσεις, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1966.
Ø Πανόραμα, εκδ. Panderma, Αθήνα 1975.
Ø Στάσεις στο μέλλον, εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη 11979,
Ø Περνάει ο στρατός…, εκδ. Πορεία, Αθήνα 11980·
Ø Τα θεάματα, εκδ. Έξοδος, Αθήνα 1983.
Ø Τα ποιήματα [1957-1983]. Στάσεις στο μέλλον, Περνάει ο στρατός…, Τα θεάματα, εκδ.
Ø Γαβριηλίδης, Αθήνα 11995· εκδ. Κέδρος, Αθήνα 22006.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ø  Ισιδώρα! Ισιδώρα! Ο τραγικός έρωτας της Ντάνκαν με τον ποιητή Γεσένιν, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 1995.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Ø  Το πανηγύρι τ’ Άη Συμιού (μια μεσολογγίτικη λαογραφία), (με Βησσαρίωνα Γκόρπα),εκδ. Ζυγός, Αθήνα 1972.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Ø  Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα

ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ
Ø  Στέρης, το τραγικό παραμύθι της ζωής και του έργου ενός πρωτοπόρου, 18 κριτικά άρθρα γύρω από μια έκθεση, εκδ. Πανόραμα, Αθήνα 1982.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
Ø  Το βιβλίο όλων των ημερών. Η πρώτη μου ατζέντα, εκδ. Δεληθανάση, Αθήνα 1992.

ΣΤΗΡΙΞΗ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ (Επιμέλεια-βιογραφικά-πρόλογοι)
Ø  Γεράσιμος Βώκος, Ο εκτοπισμένος κ.ά. διηγήματα, επανέκδοση, εκδ. Έξοδος, Αθήνα 1983.
Ø  Νικόλαος Β. Βωτυράς, Ο μάγκας του ωρολογίου, επανέκδοση, εκδ. Έξοδος, Αθήνα 1983.
Ø  Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αθηναϊκά διηγήματα, εκδ. Σπηλιώτη, Αθήνα [1990].
Ø  Ευάγγελος Λεμπέσης, Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών στο σύγχρονο βίο.
Ø  Μελέτη κοινωνική και ψυχολογική. Μεταγλώττιση και ένα κείμενο γραμμένο από τον
Ø  Θωμά Γκόρπα, εκδ. Σπηλιώτη, Αθήνα 11990, 22003, 3[2004].

ΠΗΓΗ: ΕΔΩ και ΕΔΩ και ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου