Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Τάσος Λύτρας "Ο Σχινίτης"


Ο ΣΧΙΝΙΤΗΣ

Σχινίτης. Πως αλλιώς να ονοματίσεις έναν άνθρωπο που κατοικεί μέσα σ’ ένα σχίνο; Όσοι περπατούν στα βουνά της Αττικής, σε διαδρομές έξω από τους πολυσύχναστους δασικούς δρόμους και τα σηματοδοτημένα μονοπάτια, έχει τύχει να βρουν ίχνη πρόσφατης κατοίκησης και χρήσης σε σπηλιές και κοιλώματα βράχων. Σιδερένια κρεβάτια, κατσαρολικά, χαρτόνια στρωμένα, σκεπάσματα, ξερολιθιές στις εισόδους, πρόχειρα στέγαστρα  κ.α. Ποιοι είναι οι άγνωστοι συνάνθρωποί μας που κατοίκησαν ή και κατοικούν σε τέτοιες συνθήκες;  Πρόσφυγες; Άστεγοι; Διωκόμενοι; Αναχωρητές;

Πρόσφατα σε μια από τις πεζοπορίες μου συνάντησα έναν τέτοιο άνθρωπο. Πλησίασα προς το μέρος που βρίσκονταν παρακινούμενος από έναν θόρυβο που τάραζε τη σιωπή του δάσους. Τον είδα. Καθισμένος σε μια πέτρα κάτι μαστόρευε.
-       «Καλημέρα» είπα. Γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε με δυσφορία. Η μορφή του ισχνή, ασκητική, σα νάχε βγει από κάποια αγιογραφία, μα και ήρεμη μαζί. Φορούσε στο κεφάλι ένα τυλιγμένο κουρέλι.
-       «Καλημέρα» ανταπόδωσε αλλά μ’ έναν τρόπο σα νάλεγε «εσύ μας έλειπες τώρα» και γύρισε στην δουλειά του.
-       «Εδώ μένεις;» ξαναρώτησα. Χωρίς να γυρίσει αυτή τη φορά «όχι, παραπέρα» είπε και έδειξε με το χέρι του αόριστα.

Συνέχισα το δρόμο μου. Διάβηκα ένα ρεματάκι κι άρχισα ν’ ανηφορίζω στην πλαγιά του. Στα αριστερά μου κοίταξα ένα μεγάλο σχίνο. Κάτι, στην αρχή απροσδιόριστο, τράβηξε την προσοχή μου και παρατήρησα στο εσωτερικό του. Ήταν εκεί ένα είδος καλύβας σε κωνικό σχήμα που στηρίζονταν στον κορμό και στα κλαριά του. Σαν ινδιάνικη καλύβα. Μπορούσες να περάσεις δίπλα και να μην καταλάβεις ότι εκεί μέσα κατοικούσε άνθρωπος. Πήγα δίπλα στην είσοδό της, κι αφού έριξα μέσα μια πεταχτή ματιά, έβγαλα από το σακίδιο μου ένα πακέτο μπισκότα και τ’ απίθωσα κάτω.
-       «Σου άφησα μπισκότα» του φώναξα. Ήταν πια χαμηλότερα από μένα στην άλλη μεριά της κοίτης.
-       «Πάρτα» είπε, «μπορεί κάποιος άλλος να τα χρειάζεται περισσότερο από μένα. Δεν τα θέλω».
-       «Πως σε λένε;» τον ρώτησα. Με κοίταξε με απορία, ίσως και διερευνητικά, σα να αναρωτιόνταν ποιος ήμουνα και γιατί ζητούσα να μάθω το όνομά του. «Το μικρό σου όνομα» διευκρίνισα και τούπα το δικό μου.
-       «Δεν έχει σημασία το όνομά μου» είπε «και το δικό σου δεν χρειάζονταν να το πεις». Ύστερα, σα να συλλογίστηκε κάτι … «το δικό μου όνομα το λένε στην εκκλησία» είπε, «μια φορά με φωνάξανε να πάω κι εγώ, με περιμένανε, αλλά εγώ δεν πήγα». Τι να εννοούσε;
-       «Άντε γεια τώρα» είπα εγώ, «μπορεί να ανταμώσουμε πάλι, περπατάω σ’ αυτά τα μέρη». Δεν μου ξαναμίλησε.


Συνέχισα την πεζοπορία μου σκεφτικός. Ποιος να ήταν; Πρόσφυγας δεν ήταν. Άστεγος νάταν, αναχωρητής ή διωκόμενος; Ποιος ξέρει; Και ποιος είμαι γω που θέλω να μάθω και γιατί; Αυτός ήταν μάλλον πιο σοφός από μένα. «Δεν έχει σημασία …  δε χρειάζονταν να το πεις» είπε. Ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που τη μέρα τον φωτίζει ο ήλιος και το βράδυ κοιτάζει με απορία στ’ αστέρια. Ένας μοναχικός άνθρωπος ήταν όπως λίγο πολύ όλοι μας ….        

Δεν υπάρχουν σχόλια: