Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

ΤΑ ΨΗΛΑ ΒΟΥΝΑ του Ζαχαρία Παπαντωνίου και άλλα παραλειπόμενα..


[Τα ψηλά βουνά Α' έκδοση 1918- ακολούθησαν δεκάδες εκδόσεις από διαφορετικούς οίκους οι οποίες και εξαντλήθηκαν]


Ενώ προγραμματίζαμε να έχουμε ως θέμα την ακτή Σκαραμαγκά και τον κόλπο της Ελευσίνας, αλλάξαμε θεματολογία α)λόγω των εξελίξεων στην Πάρνηθα και την "ξενάγηση/ διαμαρτυρία" την Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010 (Διάβαζε λεπτομέρειες στην ακριβώς παρακάτω ανάρτηση)β) την παρουσίαση της πρότασης "Να χαρακτηριστεί το Όρος Αιγάλεω - Ποικίλο, περιοχή προστασίας της φύσης" (θα αναρτηθεί τις επόμενες ημέρες).

Συνεχίζουμε λοιπόν με "Τα ψηλά βουνά" του Ζαχαρία Παπαντωνίου, ένα βιβλίο που "στα πλαίσια της "εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης" από την επαναστατική κυβέρνηση Βενιζέλου- προοριζόταν για αναγνωστικό της Γ΄ Δημοτικού. Το βιβλίο όμως κάηκε δημοσίως από τις κυβερνήσεις μετά το 1920..."
Περισσότερα για το βιβλίο διαβάστε ΕΔΩ.

Ας ξαναθυμηθούμε ένα ποίημα από τα "Ψηλά Βουνά":

«Γιάννη, γιατί έκοψες τον πεύκο; Γιατί; Γιατί;» / Αγέρας θάναι, λέει ο Γιάννης και περπατεί.

Ανάβει η πέτρα, το λιβάδι βγάνει φωτιά / Να' βρισκε ο Γιάννης μια βρυσούλα, μια ρεματιά!

Μες το λιοπύρι, μες στον κάμπο να ένα δεντρί... / Ξαπλώθη ο Γιάννης αποκάτου, δροσιά να βρει.

Το δέντρο παίρνει τα κλαριά του και περπατεί! /Δεν θ΄ ανασάνω, λέει ο Γιάννης, γιατί, γιατί;

«Γιάννη, που κίνησες να φτάσεις;» / «Στα δυο χωριά.» /«Κι ακόμα βρίσκεσαι δω κάτου; Πολύ μακριά!»

«Εγώ πηγαίνω, όλο πηγαίνω. Τι έφταιξα εγώ; / Σκιάζεται ο λόγκος και με φεύγει, γι' αυτό είμαι δω.

Πότε ξεκίνησα; Είναι μέρες... για δυο, για τρεις... / Ο νους μου σήμερα δε ξέρω, τ΄ είναι βαρύς»

«Να μια βρυσούλα, πιε νεράκι να δροσιστείς» / Σκύβει να πιει νερό στη βρύση, στερεύει ευθύς.

Οι μέρες πέρασαν κι οι μήνες, φεύγει ο καιρός, / Στον ίδιο τόπο είν' ο Γιάννης, κι ας τρέχει εμπρός...

Να το χινόπωρο, να οι μπόρες, μα πού κλαρί; /Χτυπιέται ορθός με το χαλάζι, με τη βροχή.

«Γιάννη, γιατί έσφαξες το δέντρο, το σπλαχνικό, / που 'ριχνεν ίσκιο στο κοπάδι και στο βοσκό;»

Ο πεύκος μίλαε στον αέρα - τ' ακούς, τ' ακούς;- / και τραγουδούσε σα φλογέρα στους μπιστικούς.

«Φρύγανο και κλαρί του πήρες και τις δροσιές / Και το ρετσίνι του ποτάμι απ΄ τις πληγές.

Σακάτης ήταν κι ολόρθος, ως τη χρονιά, / Που τον εγκρέμισες για ξύλα, Γιάννη φονιά!»

«Τη χάρη σου ερημοκλησάκι, την προσκυνώ, / Βόηθα να φτάσω κάποιαν ώρα και να σταθώ...

Η μάνα μου θα περιμένει κι έχω βοσκή... / Κι είχα και τρύγο... Τι ώρα νάναι και τι εποχή;

Ξεκίνησα το καλοκαίρι -να στοχαστείς- / Κι ήρθε και μ' ήβρε ο χειμώνας μεσοστρατίς.

Πάλι Αλωνάρης και λιοπύρι! Πότε ήρθε; Πώς; / Άγιε, σταμάτησε το λόγκο, που τρέχει εμπρός.

Άγιε, το δρόμο δεν τον βγάνω -με τι καρδιά;- /Θέλω να πέσω να πεθάνω, εδώ κοντά.»

Πέφτει σα δέντρο απ΄ το πελέκι... βογκάει βαριά. / Μακριά του στάθηκε το δάσος, πολύ μακριά.

Εκεί τριγύρω ούτε χορτάρι, φωνή καμιά / Στ΄ αγκάθια πέθανε, στον κάμπο, στην ερημιά.
----------
Θα ακολουθήσει η παρουσίαση του βιβλίου του Νότη Περγιάλη "Όταν σηκώθηκαν τα δένδρα", 1971. Το εξώφυλλο και η παρουσίαση του βιβλίου γίνεται για πρώτη φορά στο Internet. Το βιβλίο αυτό είναι δώρο το Νότη Περγιάλη το 1999 σε μία ένδειξη φιλίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: