Απρίλιος είναι ο μήνας που είναι αφιερωμένος στη Μαρία Πολυδούρη.
Γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1902 και πέθανε στις 29 Απρίλη 1930.
Γεννήθηκε την 1η Απρίλη του 1902 και πέθανε στις 29 Απρίλη 1930.
Μέλη της ομάδας ανάγνωσης ποίησης του ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ
μαζί με φίλους τους με κοινά ενδιαφέροντα, διαβάζουν Μαρία Πολυδούρη.
μαζί με φίλους τους με κοινά ενδιαφέροντα, διαβάζουν Μαρία Πολυδούρη.
Επικοινωνούν, συνεργάζονται , δημιουργούν, διατηρώντας την αισιοδοξία τους
και κρατώντας ζωντανή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Ευχαριστούμε πολύ όλους τους συμμετέχοντες
και κυρίως αυτούς που ήρθαν μαζί μας για πρώτη φορά:
Νίκο Καρούνη, Έλλη Τσαΐρη, Κων/νο Γαλάνη,
Ράνια Παναγιωτίδου και Μαρία Αρβανίτη!!
και κρατώντας ζωντανή την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Ευχαριστούμε πολύ όλους τους συμμετέχοντες
και κυρίως αυτούς που ήρθαν μαζί μας για πρώτη φορά:
Νίκο Καρούνη, Έλλη Τσαΐρη, Κων/νο Γαλάνη,
Ράνια Παναγιωτίδου και Μαρία Αρβανίτη!!
Το βίντεο της ομάδας
Εδώ η Μελοποιημένη ποίηση
H Mαρία
Πολυδούρη, γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 στην Καλαμάτα και μεγάλωσε σε ένα
περιβάλλον που ευνοούσε την πνευματική της καλλιέργεια και την ανάπτυξη των
δημιουργικών της δυνατοτήτων. Η μποέμικη ζωή της ήταν γεμάτη εντάσεις, φιλίες,
έρωτες και συγκινήσεις. Η δραματικότητα του έρωτα ήταν το δυναμωτικό της
έμπνευσής της. Ο πόνος του θανάτου ήταν το πέπλο που σκέπαζε τα ποιήματά της.
Όπως η ίδια, έφηβη ακόμη, έλεγε στη μητέρα της: «για να γίνει το τραγούδι, οι
ήρωες πρέπει να πεθάνουνε».
Ένα πλάσμα ανεξήγητο, αντιφατικό, μελαγχολικό και
ταυτόχρονα επαναστατικό, αντισυμβατικό και γεμάτο ενθουσιασμό.
Ένα κορίτσι απρόβλεπτο που επικύρωνε τις επιλογές του με απεργίες πείνας κι ακατανόητο, ακόμη και για το ίδιο του το περιβάλλον.
Ένα κορίτσι απρόβλεπτο που επικύρωνε τις επιλογές του με απεργίες πείνας κι ακατανόητο, ακόμη και για το ίδιο του το περιβάλλον.
Ακολουθώντας τους αγαπημένους της Μπωντλαίρ,
Βερλαίν, Μαιτερλίγκ, αλλά και τους Έλληνες Ζαν Μωρεά και ασφαλώς τον Καρυωτάκη,
η Πολυδούρη ασχολείται με τα δυο κύρια θέματα, τον έρωτα και τον θάνατο, με
έντονες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις στην γραφή της.
Ο πιο τραγικός ίσως σταθμός στην πορεία της Πολυδούρη, η γνωριμία και ο έρωτας με τον Καρυωτάκη το 1922, δεν άλλαξε την προσωπικότητά της αλλά την αποκορύφωσε, όπως απογείωσε και την ποιητική και δημιουργική της έμπνευση. Έγινε το κλειδί που άνοιξε την πόρτα ώστε να πετάξουν ελεύθερα τα πιο βαθιά της συναισθήματα και να χορέψουν στον ρυθμό των τραγουδιών της. Αυτός ο έρωτας ήταν άλλωστε ο άξονας που σαν μαγνήτης τη δέσμευε να κινείται γύρω του για όλη της τη ζωή χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από την επιρροή του.
Για τον Καρυωτάκη ,γράφει στο ημερολόγιό της .
«Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σε βρω…»
Η Μαρία Πολυδούρη έζησε σε μια εποχή που δεν χόρταινε να πλάθει καταραμένους ποιητές. Ποιητές που ασφυκτιούσαν μέσα στα πνιγηρά όρια μιας επιφυλακτικής και φοβισμένης κοινωνίας η οποία τους έκοβε τα φτερά και δεν τους επέτρεπε να ελευθερώσουν το πνεύμα και το μεγαλείο τους. Η απογοήτευση και η αγανάκτηση που συσσωρεύονταν μέσα τους φούντωναν την έμπνευση που κυρίευε την ψυχή τους και την αυτοκαταστροφή που κυρίευε το μυαλό τους. Νικητές ή νικημένοι, οι ποιητές εκείνης της εποχής σίγουρα δεν ήταν αδιάφοροι, ρηχοί, ούτε συμβιβασμένοι.
Η Μαρία Πολυδούρη έζησε σε μια εποχή που δεν χόρταινε να πλάθει καταραμένους ποιητές. Ποιητές που ασφυκτιούσαν μέσα στα πνιγηρά όρια μιας επιφυλακτικής και φοβισμένης κοινωνίας η οποία τους έκοβε τα φτερά και δεν τους επέτρεπε να ελευθερώσουν το πνεύμα και το μεγαλείο τους. Η απογοήτευση και η αγανάκτηση που συσσωρεύονταν μέσα τους φούντωναν την έμπνευση που κυρίευε την ψυχή τους και την αυτοκαταστροφή που κυρίευε το μυαλό τους. Νικητές ή νικημένοι, οι ποιητές εκείνης της εποχής σίγουρα δεν ήταν αδιάφοροι, ρηχοί, ούτε συμβιβασμένοι.
Τα ποιήματα της Πολυδούρη είναι ειλικρινή,
προσωπικά, εξομολογητικά. Το χάρισμά της ήταν να αποκαλύπτει τη γυμνή αλήθεια
της ψυχής της. Όμορφα, συναισθηματικά, ποιητικά. Μα και με ειλικρίνεια, ολότελα
εγωιστική.
Ο ρομαντισμός της δεν ήταν επιπόλαιος, ούτε
επιφανειακός. Ήταν ρομαντισμός με την έννοια του πηγαίου συναισθήματος που
κάνει την ψυχή να σκιρτά και πλημμυρίζει ολόκληρη την υπόσταση του ανθρώπου,
χωρίς να του αφήνει άλλη επιλογή από το να αφεθεί σε αυτό.
Αν και αρκετοί εντοπίζουν τεχνικές αδυναμίες και
στιχουργικές ευκολίες στο έργο της, τα ποιήματα της είναι γεμάτα συναίσθημα,
συγκίνηση αλλά και σαρκασμό. Γεμάτα όπως ήταν και η ζωή της.
Η Πολυδούρη δεν νίκησε (όπως ούτε κανείς
άλλος) τον θάνατο. Κατάφερε όμως με έναν δικό της, μάλλον οξύμωρο τρόπο να τον
απαξιώσει και ως άνθρωπος και ως ποιήτρια. Τον απαξίωνε όταν στεκόταν ευθέως
απέναντί του και τον υμνούσε στα ποιήματά της. Τον απαξίωνε τα βράδια που στα
κρυφά το έσκαγε από το νοσοκομείο για να κολυμπήσει στη θάλασσα. Τον απαξίωσε
κι όταν του στέρησε το μεγαλύτερο όπλο του, τον αιφνιδιασμό. Δεν του επέτρεψε
να την πιάσει απροετοίμαστη, ούτε να την κάνει να υποφέρει.
Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930, ενώ
νοσηλευόταν με πρωτοβουλία φίλων της στην κλινική Καραμάνη σε άσχημη κατάσταση
λόγω της φυματίωσης που την είχε προσβάλει όταν ακόμη ζούσε στο Παρίσι, με τη
βοήθεια ενός καλού της φίλου, πλατωνικά ερωτευμένου μαζί της, η οπιοειδής μορφίνη
κύλησε στις φλέβες της. Φαρμάκωσε το αίμα της και το βασανισμένο από τη
φυματίωση κορμί της.
Στο τελευταίο γράμμα της γράφει:
Τώρα, καθὼς γράφω τὶς τελευταῖες γραμμές, κυττῶ πίσω καὶ ἀντιλαμβάνομαι
πόσο στάθηκα τυχερή: ἔζησα ἐλεύθερη ὅσο καμμιὰ ἄλλη γυναίκα τῆς ἐποχῆς μου, ἔκανα
πράγματα ποὺ δὲν ἔκανε καμμιὰ ἄλλη, κι᾿ ἀγαπήθηκα ὅσο λίγες. Καί, δὲν τὸ ξεχνῶ, καθὼς τὸ βλέμμα μου ἔσβηνε, ἐκείνη τὴ μελαγχολικὴ αὐγούλα τ᾿ Ἀπρίλη, δὲνἤμουν πειὰ μόνη. Νέοι
ποὺ μ᾿ ἀγάπησαν ἦρθαν νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσουν καὶ φίλες
γκαρδιακὲς στὸ προσκεφάλι μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι νὰ μοῦ χαρίσουν...
Η ΛιλήΖωγράφου έγραφε με σιγουριά πως οι άνδρες
που πέρασαν από τη ζωή της Πολυδούρη μαγεύονταν από την ύπαρξή της. Τους
ασκούσε μια έλξη ανεπανάληπτη, απόκοσμη που ήταν αρκετή για να ανασύρει τα πιο
ισχυρά κι ανομολόγητα ένστικτα, τόσο από πλευράς όσων την αγαπούσαν και τη
θαύμαζαν, αλλά όσο κι από εκείνους (άνδρες και γυναίκες) που λόγω φθόνου για
την απελευθερωμένη από ψευδοσυντηρητισμούς προσωπικότητά της, την φοβούνταν.
Ο Άγγελος Σικελιανός γράφει:
Ο Άγγελος Σικελιανός γράφει:
Από τα
τραγούδια της Μαρίας δεν ήξερα κι’ ακόμα δεν καλοξέρω παρά μόνο ένα τραγούδι,
εκείνο που καθιέρωνε τον έρωτά της στον αγαπημένο της που δεν υπήρχε πια, αυτό
που λέγεται:
«Γιατί μ’
αγάπησες» και πούφτανε για τη ψυχή μου, γιατί η λυρική γυναικεία της φωνή
ανέβαινε σε τούτο το τραγούδι με την καθαρότητα ενός αηδονήσιου τραγουδιού μέσα
στη νύχτα που ολοένα υψώνονταν κυρίαρχη γύρωθε κι’ απάνωθέ της μ’ όλα της τα
σκότη, αλλά και μ’ όλα της τ’ αστέρια ακόμα. Δεν σκέφθηκα να το πλησιάσω με μια
μάταιη κριτική, Άφησα τη θύμησή μου να
ζεστάνει τόσο, που να μου τη ξαναφέρει ομπρός μου στη θερμοκρασία της ίδιας της
της παρουσίας. Τίποτ’ άλλο.
Και να της
θυμίσω, επάνω από τον τάφο της, πως δεν τη λησμονώ ποτέ και πως θα στέκω πάντα
παραστάτης σιωπηλός στη σκιά της, όπως κάποτε που μου παραπονέθη που είχ’
αργήσει να την ιδώ, και που της έγραφα την άλλη μέρα τους ασήμαντους μου
στίχους, που δείχνουνε όχι μονάχα για τότε μόνο, μα και τώρα (έπειτα από τόσα
χρόνια) πως την εσίμωνα με την ίδια πάντα ευλάβεια και πως στο σεμνό μνημόσυνο
που της αξίζει απ’ όλους μας και που επιβάλλεται μια μέρα όλοι να της κάμουμε,
προκαταβολικά, κι’ όσο δεν έχω να προσφέρω για την ώρα τίποτε καλύτερο στη μνήμη
της, ανάβω πάλι το μισοκαμμένο αυτό, που κάποτε της πρόσφερα, φτωχότατο κερί. (εννοούσε
το ποίημα που της αφιέρωσε).
Μόνο γιατί μ' ἀγάπησες
Διαβάζει ο Νίκος Καρούνης
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρνα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρνα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
(Οἱτρίλιες πού σβήνουν, 1928)
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.
(Οἱτρίλιες πού σβήνουν, 1928)
Στο δρόμο
Διαβάζει η Βούλα Σοφού
Στο δρόμο που με πήρε μοναχή
δεν ξέρω πως, αλήθεια,
βρήκα μια νέα μέσα μου ψυχή
κι' όνειρα βρήκα πλήθια.
Μεσ' στο μισό το φως, ήταν γλυκό
νέο φύτρο στην ελπίδα
να τη θωρώ σα μάγο μυστικό
και σα ζωοδότρα αχτίδα.
Ήταν γλυκό πως άνθιζε η καρδιά
μέσα στο νέο κορμί μου.
Ανοίγανε τα μάτια στα κλαδιά,
τραγούδαγεν η ορμή μου.
Ο νους μου οραματιζόταν. Τρελλά
φτερά τα δυο μου χέρια
και να η Αγάπη μούγνεψε δειλά,
μούστειλε περιστέρια.
Και να η Αγάπη μ' ένα αστραφτερό
δρεπάνι με σιμώνει
κι' αφού μας θέρισε ό,τι δροσερό
μ' άφησε πάλι μόνη.
«Κοντά σου»
Διαβάζει η Έλλη Τσαΐρη
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Το Δάσος
Διαβάζει ο Κώστας Γαλάνης
Το Δάσος, κοίτα, απόγυρε
στης Νύχτας την αγκάλη.
Μύρο αποπνέει μεθυστικό,
στενάζει με το αηδόνι.
Το φεγγαράκι πάνω του
περίεργο προβάλλει
και στον καθρέφτη του ρυακιού
τα μάγια του ξαπλώνει.
Καλέ μου η Άνοιξη έφτασε -
2002
Διαβάζει η Σοφία Δημητρίου
Καλέ μου, η Άνοιξη έφτασε. Τα βράδια με πλανά
πως παίζει στο παράθυρο τὴν φωτεινή της σάρπα.
Μα τα μεσάνυχτα γροικώ που φευγαλέα περνά
το θλιβερό τραγούδι σου στη νυμφική τους άρπα.
Καλέ μου, όλα γυρεύουνε γλυκά να με κοιμίσουν
και να μου πουν πὼς ἔσβησες για πάντα από τη γη.
Μα όλα, χωρίς να θέλουνε, σένα θα μου θυμίζουν
κι ανίδεα θα μου κάνουνε τη νοσταλγία πληγή.
Καλέ μου, πῶς ἀπόσβησε παντοτινὰ ἡ ματιά σου
ἀπὸ τὸν Ἥλιο ποὺ ἄλλοτε μ᾿ ἀγάπη μοὖχες δείξει;
Πῶς ἔγινε ἔτσι, νὰ βρεθῶ τόσο πολὺ μακριά σου
κι᾿ ὁ ἥλιος σου ἐχθρὸς νὰ μοῦ γενῆ, σκοτάδι νὰ μὲ πνίξη;
Πρὶν ἀπὸ σένα πέθαναν ὅσα μοὖχες ταμένα
κ᾿ ὕστερα χάθηκες καὶ σὺ μαζί τους, τὸ πιὸ ὡραῖο.
Ἕνας κυκλώνας γύρω μου τὰ
πάντα ἔχει θαμμένα
καὶ μ᾿ ἔχει ἀφήσει ζωντανὴ μόνον γιὰ νὰ σὲ κλαίω.
Στη φίλη μου
Διαβάζει η Ελένη Μπάστα
Όλα τα άνθη τ' αγαπώ
μεθώ στο άρωμά των
το βλέμμα να βυθίζεται
ποθώ στα χρώματά των.
Υπάρχει όμως εν λεπτόν
πολύ ευώδες άνθος
που δεν μαραίνεται ποτέ
και τ' αγαπώ με πάθος.
Αυτό δεν θάλλει στους αγρούς
στους κήπους δεν υπάρχει
και τα αβρά του πέταλα
ο ήλιος δεν θάλπει.
Έδαφος έχει δι' αυτό η τρυφερή καρδία
με θέρμην απαράμιλλον και λέγεται Φιλία!
Ο Πόθος της Ζωής
Διαβάζει η Ράνια Παναγιωτίδου
Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.
Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνῃ ἡ σκληρὴ καταλύτρα.
Τα χέρια σου
Διαβάζει η Βασιλική Καλύβα
Ἀκούω
τὴ
γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς
σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν
Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.
Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ
λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.
Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ
κρίνο τῶν
μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.
Όνειρο
Διαβάζει η Βασιλική Καλύβα
Άνθη μάζευα για σένα
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα ‘σφιγγα πονούσα.
στο βουνό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα ‘σφιγγα πονούσα.
Να περάσεις καρτερούσα
στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στο βοριά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο
στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρυ.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στην καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρυ.
Μεσ᾿ στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα ‘χα φέρει μόνη.
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κ᾿ έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα ‘χα φέρει μόνη.
Όχι με πλοίο.......
Διαβάζει η Μαρία Αρβανίτη
Ὄχι μὲ πλοῖο, καράβι θέλω
μέσ᾿ στὸ βαθύ σου κόλπο νὰ
πετάξω,
στὸ λιμανάκι σου ἥσυχα
ν᾿ ἀράξω,
φιλήματα πολλὴ ὥρα νὰ σοῦ στέλλω,
μικρούλα πόλη, λευκὴ χαρά μου.
Κι᾿ ὁπόταν ἡ καρδιά μου πιὰ ἀλαφρώση,
ἡ αὔρα σου τὰ πανιά μου νὰ φτερώση,
τὰ σκλαβωμένα ἀδύναμα
φτερά μου.
νὰ φύγω πάλι χωρὶς ἐμπόδιο.
Νἆμαι ἀλαφριὰ στὸν ἀναλογισμό σου
κι᾿ ὅλα μαζί, μαζὶ κι᾿ ὁ χωρισμός σου
γλυκύτατο νὰ μοῦ εἶνε κατευόδιο.
Το βράδυ
Διαβάζει ο Θοδωρής Ορεινός
Καλώς το που ήρθε το άφωτο βραδάκι
έτσι απαλό σαν χάδι να μ’ αγγίξει
και τη σκέψη μου αγάλια να τραβήξει
στο σκοτεινό στ’ ατέλειωτο δρομάκι
Εκεί που όλες οι χαρές μου καρτερούνε
το πέρασμά μου εκείθε σιωπηλές
ωραίες ελκυστικές κι άπιαστες λες
του ονείρου τα χρυσά φτερά φορούνε
Καλώς το που ήρθε σαν την καλοσύνη
το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήσει
και την ψυχή μου ελεύθερη ν’ αφήσει
να απλωθεί πέρα ως πέρα στη γαλήνη
έτσι απαλό σαν χάδι να μ’ αγγίξει
και τη σκέψη μου αγάλια να τραβήξει
στο σκοτεινό στ’ ατέλειωτο δρομάκι
Εκεί που όλες οι χαρές μου καρτερούνε
το πέρασμά μου εκείθε σιωπηλές
ωραίες ελκυστικές κι άπιαστες λες
του ονείρου τα χρυσά φτερά φορούνε
Καλώς το που ήρθε σαν την καλοσύνη
το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήσει
και την ψυχή μου ελεύθερη ν’ αφήσει
να απλωθεί πέρα ως πέρα στη γαλήνη
Το ποίημα «Βαριά καρδιά» το έγραψε η Μαρία Πολυδούρη για τον νεαρό, τότε,
Γιάννη Ρίτσο, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους, προσβεβλημένοι και οι δύο από
φυματίωση, στην τρίτη θέση των απόρων του νοσοκομείου Σωτηρία, το 1928.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε στις 21 Ιουλίου του 1926.
Ακούγεται ένας αυτοσχεδιασμός στο πιάνο από τον Γιάννη Ρίτσο.
Για τη δημιουργία του βίντεο χρησιμοποιήθηκαν ντοκουμέντα από το αρχείο Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη.
ΒΑΡΙΑ ΚΑΡΔΙΑ
Πώς με κοιτάς έτσι γλυκά, νέο μου ανθάκι χαρωπό!
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω την καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κ' ευτυχισμένο να `σαι.
Πώς με κοιτάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νιο και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σαν κάτι να προσμένω...
Αλί! έχω βάρος στη καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλλόγιστο να `σαι κι ευτυχισμένο.
Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και την καρδιά μου στη γλυκιά σου μυρωδιά να λούσω.
Με καίει ο πόθος σκύβοντας πάνω σου σαν βεργούλα
του φτάχτη, τον τρελό παλμό της νιας σου ζωής ν’ ακούσω.
Τολμώ τ’ άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν’ απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν’ αγγίσω
μα κάτι, σαν να μη μπορώ κει που `σαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν... πίσω...
Πηγές:
“Άγγελος Σικελιανός – Αθηναϊκό Ημερολόγιον”, Μαρία Πολυδούρη,
Ζωή με παραφορά. Εκδόσεις «Μονόκερως»
fotodendro.blogspot.com
ataramenis-poiitrias-tis-elladas-eikones-vinteo
iefimerida.gr - https://www.iefimerida.gr/news/259895/maria-polydoyri-i-mpoem-zoi-tis-kataramenis-poiitrias-tis-elladas-eikones-vinteo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου